Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



πόρνας, τὰς


Ερμηνεία:

[η πόρνη, της πόρνης, αι πόρναι (γυναίκα που εκδίδεται σε άνδρες με χρηματική αμοιβή)



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.) πέρνημι (πουλώ, εξάγω για πόυλημα) < πόρνη (Καινή Διαθήκη 12 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … τας πόρνας της Mασσαλίας… *[Ο έρωτας στα χιόνια]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: